- ξάγναντο
- το возвышенное место; место, удобное для обозрения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξάγναντο — το τόπος απ όπου μπορεί κανείς να βλέπει μακριά και γύρω γύρω, να ξαγναντεύει, ανοιχτωσιά, ξέφωτο: Κανένας πεζοδρόμος στο ξάγναντο δε φαίνεται (Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξάγναντο — Πεδινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 140), στην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παρανεστίου. * * * το υψηλός τόπος απ όπου μπορεί κάποιος να επισκοπεί τα γύρω, να κοιτάζει μακριά, περίοπτο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ξάγναντα — επίρρ. αντικρύ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξάγναντο + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
ξαγνάντεμα — το [ξαγναντεύω] 1. η θέα από ψηλά, η παρατήρηση από μακριά και αντίκρυ ή ψηλά 2. τόπος απ όπου μπορεί κάποιος να εποπτεύει τη γύρω περιοχή, το ξάγναντο … Dictionary of Greek